κερίτης

κερίτης
ο
(ορυκτ.) ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου, σιδήρου και δημητρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cerite < λατ. Ceres, όν. ενός αστεροειδούς, + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλουοκερίνης — και φλουοκερίτης, ο, Ν (ορυκτ.) φθοριούχο ορυκτό τού δημητρίου, τού λανθανίου και τού νεοδυμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fluocerine / fluocerite < fluo (< fluor < νεολατ. fluor «είδος μετάλλου») + cerine / cerite (βλ. κερίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”